χρόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | χρόνος | οι | χρόνοι | τα | χρόνια |
| γενική | του | χρόνου | των | χρόνων | — | |
| αιτιατική | τον | χρόνο | τους | χρόνους | τα | χρόνια |
| κλητική | χρόνε | χρόνοι | χρόνια | |||
| Η δοτική χρόνω (χρόνῳ) επιβιώνει σε τυποποιημένες εκφράσεις. Και γενική πληθυντικού (προφορικό) για ηλικία: χρονών, χρονώ | ||||||
| Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- χρόνος< κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική χρόνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρό‐νος
Ουσιαστικό
χρόνος αρσενικό
- (στον ενικό)
- εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον
- ↪ Ο χρόνος κυλάει αδιάκοπα και αναπότρεπτα.
- ※ γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω και της ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους (απόδοση Γρυπάρη, Πίνδαρος, Ισθμιονίκης VIII)
- ※ Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.- Απόσπασμα στίχων από το ποίημα Η Μαρίνα των βράχων του ⌘ Οδυσσέα Ελύτη.
- χρονική διάρκεια
- ↪ Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου.
- ↪ Έχεις χρόνο να τα πούμε μετά;
- εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον
- (με πληθυντικό, αρσενικό οι χρόνοι ή και ουδέτερο τα χρόνια)
- ημερομηνία ή χρονολογία
- η ιστορική περίοδος
- ↪ στα βυζαντινά χρόνια
- (με πληθυντικό μόνον ουδέτερο: τα χρόνια)
- (με γενική πληθυντικού: χρόνων και προφορικό: χρονών & χρονώ) μονάδα μέτρησης της ηλικίας
- (με πληθυντικό μόνον αρσενικό: οι χρόνοι)
- (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ένας αθλητής ολοκληρώνει την προσπάθειά του
- ↪ Ο δρομέας κάλυψε την απόσταση σε χρόνο ρεκόρ.
- φάση μιας διαδικασίας
- ↪ Ο τετράχρονος κινητήρας ολοκληρώνει έναν κύκλο σε τέσσερις χρόνους.
- (γραμματική) ρηματικός τύπος που φανερώνει πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα
- ↪ Ο ενεστώτας χρόνος δηλώνει μια πράξη που γίνεται στο παρόν.
- → δείτε τις λέξεις ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, μέλλων, παρακείμενος και υπερσυντέλικος
- (μετρική) η ελάχιστη μετρική μονάδα στην αρχαία ελληνική μετρική, που στηρίζεται στην προσωδία
- (μουσική) μονάδα μέτρησης της χρονικής διάρκειας ενός ήχου (φθόγγου) ή παύσης όπως ορίζεται από τη μουσική σημειογραφία
- (μουσική) η ρυθμική οργάνωση της μουσικής σε ισόχρονες διαδοχικές κινήσεις· γράφεται στη μουσική σημειογραφία ως κλάσμα αριθμού κινήσεων προς τις διάρκειες αξιών
- (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ένας αθλητής ολοκληρώνει την προσπάθειά του
_-_Walters_5817_-_View_C.jpg.webp)
Μετρώντας τον χρόνο γύρω στο 1530 μ.Χ.
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- εκτός τόπου και χρόνου
- εν ευθέτω χρόνω (ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ)
- ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος
- και του χρόνου!
- κακό χρόνο να 'χεις
- αφήνω χρόνους / μας άφησε χρόνους
- σε ανύποπτο χρόνο
- συν τω χρόνω (σὺν τῷ χρόνῳ)
- το πλήρωμα του χρόνου
- χρόνου φείδου
→ και δείτε τις εκφράσεις στο με τη λέξη χρονιά & με τη λέξη χρόνια

Μέτρηση χρόνου με κλεψύδρα.
Παροιμίες
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
χρον-
χρον-
Σύνθετα
- χρονο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρονο- στο Βικιλεξικό
- -χρονος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χρονος στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -χρονος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
και
- αναχρονισμός
- αναχρονιστικός
- του αντίχρονου / αντιχρόνου
- αρχιχρονιά
- ασυγχρόνιστος
- αχρόνιαστος
- αχρονικός
- αχρόνιστος
- αχρονολόγητος
- άχρονος
- βραχυχρόνιος
- διαχρονία
- διαχρονικός
- διαχρονικότητα
- διχρονίτικος
- εκατοχρονίτης
- εκατοχρονίτικος
- εκσυγχρονίζω
- εκσυγχρονισμός
- εκσυγχρονιστής
- εκσυγχρονιστικός
- ετεροχρονίζω
- ετεροχρονισμένος
- ετεροχρονισμός
- ημίχρονο
- κοψοχρονιά
- μακροχρόνιος
- μεσοχρονίς
- μεταχρονολόγηση
- μεταχρονολογώ
- ολοχρονίς
- πολυχρονεμένος
- πολυχρόνιο
- προχρονολόγηση
- προχρονολογώ
- Πρωτοχρονιά
- πρωτοχρονιάτικος
- συγχρονία
- συγχρονίζω
- συγχρονικός
- συγχρονικότητα
- συγχρονισμός
- συγχρονιστικός
- σύγχρονος
- ταυτοχρόνως
- χιλιοχρονίτης
- χιλιοχρονίτικος
- χρονικό & συγγενικά
- χρονικογράφος
- χρονικοϋποθετικός
- χωροχρόνος
- χωροχρονικός
Μεταφράσεις
θεμελιώδης έννοια
|
χρονική μονάδα
|
Πηγές
- χρόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρόνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χρόνος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'χρόνος'.
- Με πολλά παραδείγματα εκφράσεων.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χρόνος | οἱ | χρόνοι |
| γενική | τοῦ | χρόνου | τῶν | χρόνων |
| δοτική | τῷ | χρόνῳ | τοῖς | χρόνοις |
| αιτιατική | τὸν | χρόνον | τοὺς | χρόνους |
| κλητική ὦ! | χρόνε | χρόνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρόνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρόνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μέτρηση χρόνου με οριζόντιο ηλιακό ρολόι -στον Εθνικό Κήπο.
Ετυμολογία
- χρόνος < αβέβαιης ετυμολογίας με προτάσεις ετυμολόγησης από διαφορετικές ινδεοευρωπαϊκές ρίζες. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χρόνος αρσενικό
- χρόνος, χρονική στιγμή, χρονική περίοδος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 981
- ἀλλ᾽ ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος.
- Μα όλα ο χρόνος που γερνά μας τα μαθαίνει.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 286
- χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων ὁμοῦ.
- Όλα ο καιρός όσο γερνά και πάει, τα σβήνει.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων ὁμοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 714
- πάνθ᾽ ὁ μέγας χρόνος μαραίνει·
- Όλα τα σβήνει ο μέγας χρόνος,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- πάνθ᾽ ὁ μέγας χρόνος μαραίνει·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 614
- χρόνος δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν μόνος
- τον άνθρωπο το δίκαιο ο χρόνος δικαιώνει.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- χρόνος δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν μόνος
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας ⌘ Ανδοκίδης, Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης, 29 @scaife.perseus.org
- σπονδὰς ποιησάμενοι καὶ συνθέμενοι φιλίαν εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Φυσικά 4.12, 220b @scaife.perseus
- οὐ μόνον δὲ τὴν κίνησιν τῷ χρόνῳ μετροῦμεν, ἀλλὰ καὶ τῇ κινήσει τὸν χρόνον διὰ τὸ ὁρίζεσθαι ὑπʼ ἀλλήλων· ὁ μὲν γὰρ χρόνος ὁρίζει τὴν κίνησιν ἀριθμὸς ὢν αὐτῆς, ἡ δὲ κίνησις τὸν χρόνον. καὶ λέγομεν πολὺν καὶ ὀλίγον χρόνον τῇ κινήσει μετροῦντες, καθάπερ καὶ τῷ ἀριθμητῷ τὸν ἀριθμόν, οἷον τῷ ἑνὶ ἵππῳ τὸν τῶν ἵππων ἀριθμόν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Φυσικά 4.11, 219a @scaife.perseus
- φανερὸν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ κινήσεως καὶ μεταβολῆς χρόνος. ὅτι μὲν οὖν οὔτε κίνησις οὔτʼ ἄνευ κινήσεως ὁ χρόνος [*] ἐστί, φανερόν· ληπτέον δέ, ἐπεὶ ζητοῦμεν τί ἐστιν ὁ χρόνος, ἐντεῦθεν ἀρχομένοις, τί τῆς κινήσεώς ἐστιν. ἅμα γὰρ κινήσεως αἰσθανόμεθα καὶ χρόνου·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 159
- Καταγαγούσης δ᾽ αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν τῆς ἀπροσδοκήτου σωτηρίας, τοὺς μὲν πρώτους χρόνους ὑπότρομος ἦν ἅνθρωπος,
- Όταν όμως η απροσδόκητη σωτηρία μας τον έφερε πίσω στην πόλη, τον πρώτο καιρό ήταν ένας τρομοκρατημένος άνθρωπος·
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Καταγαγούσης δ᾽ αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν τῆς ἀπροσδοκήτου σωτηρίας, τοὺς μὲν πρώτους χρόνους ὑπότρομος ἦν ἅνθρωπος,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 981
- εποχή του έτους
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 1, 4.12 @scaife.perseus
- τὸ δὲ καὶ τὰς τῶν ἀφροδισίων ἡδονὰς τοῖς μὲν ἄλλοις ζῴοις δοῦναι περιγράψαντας τοῦ ἔτους χρόνον, ἡμῖν δὲ συνεχῶς μέχρι γήρως ταῦτα παρέχειν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 1, 4.12 @scaife.perseus
- διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, ηλικία
- βραδύτητα, αργοπορία
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 163 @scaife.perseus
- οὐκ ἀνέμειναν τὸν κήρυκα οὐδʼ ἐνεποίησαν χρόνον οὐδένα,
- ↪ χρόνους ἐμποιεῖν: κωλυσιεργώ, καθυστερώ
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 163 @scaife.perseus
- (γραμματική) χρόνος ρήματος
- (γραμματική, μετρική) ποσότητα διάρκεια συλλαβής, η ελάχιστη υποδιαίρεση του μετρικού ποδός
- (μουσική) διαίρεση του μέτρου
Εκφράσεις
- ἀνὰ χρόνον
- ἀφʼ οὗ χρόνου
- διὰ χρόνου
- ἐκ πολλοῦ χρόνου
- ἐν χρόνῳ / σὺν χρόνῳ
- ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ
- ἐπὶ χρόνον
- ἐς χρόνον
- ὀλίγου χρόνου
- οὐ χρόνῳ
- πόσου χρόνου;
- τοῖς χρόνοις
- τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς
- τὸν ἀεὶ χρόνον
- τῷ χρόνῳ ποτὲ
- ὑπ’ αὐτὸν τὸν χρόνον
- ὑπὸ χρόνου
- χρόνος τριμερής
- χρόνῳ / τῷ χρόνῳ
- χρόνῳ κοτὲ
- χρόνῳ ποτὲ
- χρόνῳ ὕστερον / χρόνοις ὕστερον
- Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
χρον-
χρον-
Σύνθετα
- χρονο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χρονο- στο Βικιλεξικό
- -χρονος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -χρονος στο Βικιλεξικό
όπως
- ἀειχρόνιος
- ἀναχρονισμός
- ἀναχρονίζομαι
- ἀνισόχρονος
- ἀνομοιόχρονος
- ἀντιχρονία
- ἀντιχρονισμός
- ἀπειροχρόνιος
- αὐτόχρονος
- ἄχρονος
- ἀχρονοτριβής
- βαιόχρονος
- βραχυχρόνιος
- διχρονία
- δίχρονος
- ἑξάχρονος
- ἐγχρονία
- ἐγχρόνιος
- ἐγχρονισμός
- ἐγχρονίζω
- ἔγχρονος
- ἐννεάχρονος
- ἐπιχρόνιος
- ἐπιχρονίζω
- ἑπτάχρονος
- ἑτερόχρονος
- ἰσοχρονέω, -ῶ
- ἰσοχρόνιος
- ἰσόχρονος
- μακροχρονέω, -ῶ
- μακροχρόνιος
- μακροχρονιότης
- μακροχρονίζω
- μεσοχρόνιος
- μεταχρονέω, -ῶ
- μεταχρόνιος
- μετάχρονος
- μονοχρονέω, -ῶ
- μονόχρονος
- ὀκτάχρονος
- ὀλιγοχρονέω, -ῶ
- ὀλιγοχρόνιος
- ὀλιγοχρονιότης
- ὀλιγόχρονος
- ὁλοχρόνιος
- ὁλόχρονος
- ὁμοιόχρονος
- ὁμοχρονέω, -ῶ
- ὁμόχρονος
- παγχρόνιος
- παντολιγοχρόνιος
- παρισόχρονος
- πεντάχρονος
- πεντέχρονον
- πολυχρονία
- πολυχρόνιος
- πολυχρονιότης
- πολυχρονίζω
- πολύχρονος
- προχρονέω, -ῶ
- πρόχρονος
- πρωτοχρονέω, -ῶ
- πρωτόχρονος
- συγχρονέω, -ῶ
- συγχρονισμός
- συγχρονίζω
- σύγχρονος
- τετραχρονέω, -ῶ
- τετραχρονία
- τετράχρονος
- τριακοντάχρονος
- τριχρονέω -ῶ
- τρίχρονος
- ὑπερχρονέω, -ῶ
- ὑπερχρόνιος
- ὑπερχρονίζω
- ὑπέρχρονος
- ὑπόχρονος
- ὑστεροχρονία
- ὑστερόχρονος
- χρονογραφέω, -ῶ
- χρονογραφία
- χρονόγραφος
- χρονογράφος
- χρονοκρατέω, -ῶ
- χρονοκράτωρ
- χρονολάβον
- χρονοτριβέω, -ῶ
- χρονουλκέω, -ῶ
- χρονόω, -ῶ
Πηγές
- χρόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.