συγχρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγχρονίζω < συγχρον- (< σύγχρονος) + -ίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋ.xɾoˈni.zo/
Ρήμα
συγχρονίζω
- ενεργώ έτσι, ώστε τουλάχιστον δύο γεγονότα, πράξεις, καταστάσεις ή λειτουργίες να συμβούν ταυτόχρονα στο χρόνο
Συγγενικά
- εκσυγχρονίζω
- εκσυγχρονισμός
- εκσυγχρονιστής
- εκσυγχρονιστικός
- συγχρονία
- συγχρονικός
- συγχρονισμός
- συγχρονιστικός
- σύγχρονος
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγχρονίζω | συγχρόνιζα | θα συγχρονίζω | να συγχρονίζω | συγχρονίζοντας | |
| β' ενικ. | συγχρονίζεις | συγχρόνιζες | θα συγχρονίζεις | να συγχρονίζεις | συγχρόνιζε | |
| γ' ενικ. | συγχρονίζει | συγχρόνιζε | θα συγχρονίζει | να συγχρονίζει | ||
| α' πληθ. | συγχρονίζουμε | συγχρονίζαμε | θα συγχρονίζουμε | να συγχρονίζουμε | ||
| β' πληθ. | συγχρονίζετε | συγχρονίζατε | θα συγχρονίζετε | να συγχρονίζετε | συγχρονίζετε | |
| γ' πληθ. | συγχρονίζουν(ε) | συγχρόνιζαν συγχρονίζαν(ε) |
θα συγχρονίζουν(ε) | να συγχρονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγχρόνισα | θα συγχρονίσω | να συγχρονίσω | συγχρονίσει | ||
| β' ενικ. | συγχρόνισες | θα συγχρονίσεις | να συγχρονίσεις | συγχρόνισε | ||
| γ' ενικ. | συγχρόνισε | θα συγχρονίσει | να συγχρονίσει | |||
| α' πληθ. | συγχρονίσαμε | θα συγχρονίσουμε | να συγχρονίσουμε | |||
| β' πληθ. | συγχρονίσατε | θα συγχρονίσετε | να συγχρονίσετε | συγχρονίστε | ||
| γ' πληθ. | συγχρόνισαν συγχρονίσαν(ε) |
θα συγχρονίσουν(ε) | να συγχρονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συγχρονίσει | είχα συγχρονίσει | θα έχω συγχρονίσει | να έχω συγχρονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συγχρονίσει | είχες συγχρονίσει | θα έχεις συγχρονίσει | να έχεις συγχρονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συγχρονίσει | είχε συγχρονίσει | θα έχει συγχρονίσει | να έχει συγχρονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγχρονίσει | είχαμε συγχρονίσει | θα έχουμε συγχρονίσει | να έχουμε συγχρονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συγχρονίσει | είχατε συγχρονίσει | θα έχετε συγχρονίσει | να έχετε συγχρονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγχρονίσει | είχαν συγχρονίσει | θα έχουν συγχρονίσει | να έχουν συγχρονίσει |
| |
Μεταφράσεις
συγχρονίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.