τσεχικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τσεχικά
      γενική των τσεχικών
    αιτιατική τα τσεχικά
     κλητική τσεχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

τσεχικά ουδέτερο πληθυντικός και τσέχικα

  • σλαβική γλώσσα που μιλιέται στην Τσεχία, μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τσεχικά ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.