δυϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυϊκός | η | δυϊκή | το | δυϊκό |
| γενική | του | δυϊκού | της | δυϊκής | του | δυϊκού |
| αιτιατική | τον | δυϊκό | τη | δυϊκή | το | δυϊκό |
| κλητική | δυϊκέ | δυϊκή | δυϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυϊκοί | οι | δυϊκές | τα | δυϊκά |
| γενική | των | δυϊκών | των | δυϊκών | των | δυϊκών |
| αιτιατική | τους | δυϊκούς | τις | δυϊκές | τα | δυϊκά |
| κλητική | δυϊκοί | δυϊκές | δυϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυϊκός < δύο
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου δυϊκός. Εννοείται το ουσιαστικό «αριθμός».
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐ϊ‐κός
Επίθετο
δυϊκός, -ή, -ό
- (γραμματική) για κλιτούς τύπους λέξεων που αναφέρονται σε δύο πρόσωπα ή πράγματα
- γενικά, για δύο μορφές → δείτε τις λέξεις δυαδικός και δισυπόστατος
Ουσιαστικό
δυϊκός αρσενικό
- (γραμματική) αριθμός κλίσης, όπως ο ενικός και ο πληθυντικός, ειδικά για δύο πρόσωπα (σε γλώσσες όπως τα αρχαία ελληνικά, τα αραβικά, κ.ά.)
Μεταφράσεις
δυϊκός
|
Πηγές
- δυϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δυϊκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δυϊκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.