κοψοχρονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοψοχρονιά οι κοψοχρονιές
      γενική της κοψοχρονιάς των κοψοχρονιών
    αιτιατική την κοψοχρονιά τις κοψοχρονιές
     κλητική κοψοχρονιά κοψοχρονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοψοχρονιά < κοψο- + χρονιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.pso.xɾoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοψοχρονιά

Ουσιαστικό

κοψοχρονιά θηλυκό δείτε τη Συζήτηση:κοψοχρονιά

Επίρρημα

κοψοχρονιά [1][2]

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κοψοχρονιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Λέξεις με*κοψοχρ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.