κλητική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλητική οι κλητικές
      γενική της κλητικής των κλητικών
    αιτιατική την κλητική τις κλητικές
     κλητική κλητική κλητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλητική < ελληνιστική κοινή κλητική[1], ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κλητικός < αρχαία ελληνική καλέω

Ουσιαστικό

κλητική θηλυκό

  • (γραμματική) μια από τις πτώσεις των ονομάτων, η οποία χρησιμοποιείται για να απευθύνουμε τον λόγο σε κάποιον

Σημειώσεις

  1. εννοείται πτῶσις

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κλητική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.