ολόκληρο

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ολόκληρο τα ολόκληρα
      γενική του ολοκλήρου
& ολόκληρου
των ολοκλήρων
    αιτιατική το ολόκληρο τα ολόκληρα
     κλητική ολόκληρο ολόκληρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα ολόκληρο πάνω σε πεντάγραμμο.

ολόκληρο ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ολόκληρο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.