υπερσυντέλικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπερσυντέλικος | οι | υπερσυντέλικοι |
| γενική | του | υπερσυντέλικου & υπερσυντελίκου |
των | υπερσυντέλικων & υπερσυντελίκων |
| αιτιατική | τον | υπερσυντέλικο | τους | υπερσυντέλικους & υπερσυντελίκους |
| κλητική | υπερσυντέλικε | υπερσυντέλικοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερσυντέλικος < ελληνιστική κοινή ὑπερσυντέλικος < αρχαία ελληνική ὑπέρ + συντελέω
Ουσιαστικό
υπερσυντέλικος αρσενικό
- (γραμματική) χρόνος των ρημάτων με τον οποίο δείχνεται ότι η πράξη έγινε στο παρελθόν και πριν από κάτι άλλο
- ↪ ο υπερσυντέλικος του ρήματος βάφω είναι: είχα βάψει
- ↪ η αρθρογράφος χρησιμοποιεί υπερσυντέλικο σχεδόν παντού στην αρθρογραφία της, δηλωτικό πως το γεγονός έχει παρέλθει πολύ πριν βρεθεί σε κατάσταση να πιάσει και πάλι την πένα
Μεταφράσεις
υπερσυντέλικος
Πηγές
- υπερσυντέλικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπερσυντέλικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπερσυντέλικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.