συγχρονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγχρονικός | η | συγχρονική | το | συγχρονικό |
| γενική | του | συγχρονικού | της | συγχρονικής | του | συγχρονικού |
| αιτιατική | τον | συγχρονικό | τη | συγχρονική | το | συγχρονικό |
| κλητική | συγχρονικέ | συγχρονική | συγχρονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγχρονικοί | οι | συγχρονικές | τα | συγχρονικά |
| γενική | των | συγχρονικών | των | συγχρονικών | των | συγχρονικών |
| αιτιατική | τους | συγχρονικούς | τις | συγχρονικές | τα | συγχρονικά |
| κλητική | συγχρονικοί | συγχρονικές | συγχρονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική synchronique < synchrone(e) (σύγχρον(ος)) + -ique (-ικός)
Επίθετο
συγχρονικός
- που συμπίπτει χρονικά, ο συγχρονισμένος
- που τεκμαίρεται ή προκύπτει με αναγωγή στο παρόν/τώρα/σήμερα
Συγγενικά
- συγχρονίζω
- συγχρονία
- συγχρονικότητα
- συγχρονισμός
- και → δείτε τη λέξη σύγχρονος
Μεταφράσεις
συγχρονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.