αρχαία ελληνικά
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
αρχαία ελληνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η ελληνική γλώσσα από τα προομηρικά χρόνια (1500 π.Χ.) έως το τέλος της περιόδου της ελληνιστικής κοινής (που φθάνει μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. ή κατ' άλλη θεώρηση έως και τον 6ο αι. μ.Χ.).
Στο Βικιλεξικό, η αρχαία ελληνική γλώσσα καλύπτεται έως τον 6ο αιώνα Κ.Ε., απ' όπου αρχίζει η φάση της μεσαιωνικής
- Κωδικός ISO 639-3 της γλώσσας: grc
- Αρχαία ελληνικά στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
αρχαία ελληνικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.