παρατατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρατατικός | οι | παρατατικοί |
| γενική | του | παρατατικού | των | παρατατικών |
| αιτιατική | τον | παρατατικό | τους | παρατατικούς |
| κλητική | παρατατικέ | παρατατικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρατατικός < ελληνιστική παρατατικός (χρόνος) < αρχαία ελληνική παρατείνω, ίσως από αρχαία μετοχή παρατετακώς
Ουσιαστικό
παρατατικός αρσενικό
- χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει κάτι που γινόταν στο παρελθόν συνέχεια, παρατεταμένα
- ο παρατατικός των ρημάτων «τρέχω» και «παίζω» είναι «έτρεχα» και «έπαιζα» αντίστοιχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.