αξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αξία | οι | αξίες |
| γενική | της | αξίας | των | αξιών |
| αιτιατική | την | αξία | τις | αξίες |
| κλητική | αξία | αξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀξία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξί‐α
Ουσιαστικό
αξία θηλυκό
- η τιμή προϊόντος ή υπηρεσίας
- η σπουδαιότητα και η χρησιμότητα ενός αγαθού, το πόσο αξίζει κάτι
- τώρα κατάλαβα την αξία της φιλίας
- το εύρημα είναι μεγάλης αρχαιολογικής αξίας
- πολύτιμο πνευματικό (κυρίως) ή άλλο αγαθό που λειτουργεί ως καθοδηγητικός παράγοντας στη ζωή ενός ανθρώπου ή αναγνωρίζεται ως τέτοιο από το κοινωνικό σύνολο
- στην εποχή μας το χρήμα έχει παραμερίσει όλες τις άλλες αξίες, ακόμα και τη φιλία και την ίδια την οικογένεια
- (μουσική) η χρονική διάρκεια μιας νότας (π.χ. τέταρτο, όγδοο)
- τίτλοι όπως μετοχές, ομόλογα κλπ
- χρηματιστήριο αξιών
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη άξιος
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.