αξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξία οι αξίες
      γενική της αξίας των αξιών
    αιτιατική την αξία τις αξίες
     κλητική αξία αξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀξία

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈksi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αξία

Ουσιαστικό

αξία θηλυκό

  1. η τιμή προϊόντος ή υπηρεσίας
  2. η σπουδαιότητα και η χρησιμότητα ενός αγαθού, το πόσο αξίζει κάτι
    τώρα κατάλαβα την αξία της φιλίας
    το εύρημα είναι μεγάλης αρχαιολογικής αξίας
  3. πολύτιμο πνευματικό (κυρίως) ή άλλο αγαθό που λειτουργεί ως καθοδηγητικός παράγοντας στη ζωή ενός ανθρώπου ή αναγνωρίζεται ως τέτοιο από το κοινωνικό σύνολο
    στην εποχή μας το χρήμα έχει παραμερίσει όλες τις άλλες αξίες, ακόμα και τη φιλία και την ίδια την οικογένεια
  4. (μουσική) η χρονική διάρκεια μιας νότας (π.χ. τέταρτο, όγδοο)
  5. τίτλοι όπως μετοχές, ομόλογα κλπ
    χρηματιστήριο αξιών

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  άξιος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.