ισόχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόχρονος η ισόχρονη το ισόχρονο
      γενική του ισόχρονου της ισόχρονης του ισόχρονου
    αιτιατική τον ισόχρονο την ισόχρονη το ισόχρονο
     κλητική ισόχρονε ισόχρονη ισόχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόχρονοι οι ισόχρονες τα ισόχρονα
      γενική των ισόχρονων των ισόχρονων των ισόχρονων
    αιτιατική τους ισόχρονους τις ισόχρονες τα ισόχρονα
     κλητική ισόχρονοι ισόχρονες ισόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισόχρονος < ελληνιστική κοινή ἰσόχρονος < αρχαία ελληνική ἴσος + χρόνος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈso.xɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισόχρονος

Επίθετο

ισόχρονος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.