λανθάνων χρόνος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
λανθάνων χρόνος
- (ηλεκτρονική) η καθυστέρηση, ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης ενός συμβάντος και της ηλεκτρονικής αντιμετώπισης του (πχ. καταγραφή)· χρόνος συνήθως πολύ μικρός για την ανθρώπινη αντίληψη
- (πληροφορική), (για μνήμες) ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της ζήτησης και της ανάκτησης μιας πληροφορίας
- ※ Ο χρόνος κατά μέσο όρο, που χρειάζεται για έρθουν τα σωστά δεδομένα κάτω από την κεφαλή ανάγνωσης ονομάζεται λανθάνων χρόνος περιστροφής (latency). [1]
- ≈ συνώνυμα: χρόνος προσπέλασης, χρόνος αναζήτησης
- Δείτε επίσης: Χρόνος προσπέλασης στην Βικιπαίδεια
Συνώνυμα
- λανθάνουσα καθυστέρηση
- χρόνος αδράνειας
- χρόνος απόκρισης
Αναφορές
- Οπτικοί δίσκοι CDs, Λανθάνων χρόνος περιστροφής. Προσπέλαση 2020-06-24.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.