παρακείμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρακείμενος | οι | παρακείμενοι |
| γενική | του | παρακείμενου & παρακειμένου |
των | παρακείμενων & παρακειμένων |
| αιτιατική | τον | παρακείμενο | τους | παρακείμενους & παρακειμένους |
| κλητική | παρακείμενε | παρακείμενοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρακείμενος < ελληνιστική κοινή παρακείμενος (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική παρακείμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παράκειμαι < παρά + κεῖμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.raˈci.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κεί‐με‐νος
Ουσιαστικό
παρακείμενος αρσενικό
- (γραμματική) χρόνος ρήματος που φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα έχει γίνει στο παρελθόν, αλλά το αποτέλεσμα εξακολουθεί να υπάρχει στο παρόν· σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα έχω.
- ↪Ο παρακείμενος του ρήματος «γράφω» είναι «έχω γράψει»
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρακείμενος | η | παρακείμενη | το | παρακείμενο |
| γενική | του | παρακείμενου | της | παρακείμενης | του | παρακείμενου |
| αιτιατική | τον | παρακείμενο | την | παρακείμενη | το | παρακείμενο |
| κλητική | παρακείμενε | παρακείμενη | παρακείμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρακείμενοι | οι | παρακείμενες | τα | παρακείμενα |
| γενική | των | παρακείμενων | των | παρακείμενων | των | παρακείμενων |
| αιτιατική | τους | παρακείμενους | τις | παρακείμενες | τα | παρακείμενα |
| κλητική | παρακείμενοι | παρακείμενες | παρακείμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παρακείμενος, -η, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παράκειμαι, παρά και κείμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
παρακείμενος αρσενικό
ένας από τους αρκτικούς χρόνους των ρημάτων που δηλώνει ότι το σημαινόμενο είναι τετελεσμένο και ότι εξακολουθεί να υπάρχει και στο παρόν. «γέγραφα επιστολήν».
«Τόν καλόν ἀγῶνα ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοὶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι.» Επιστολή Β΄ προς Τιμόθεον 4.7-8
Μεταφράσεις
παρακείμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.