πότε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πότε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πότε

Επίρρημα

πότε

  • (χρονικό επίρρημα) σε ποια χρονική στιγμή θα συμβεί ή έχει συμβεί κάποια πράξη/ δράση
    πότε ξεκινά η ταινία; πότε γεννήθηκες;

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πότε < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

πότε

  • κάποτε, τελοσπάντων, σε κάποια εποχή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.