πότε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πότε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πότε
Επίρρημα
πότε
- (χρονικό επίρρημα) σε ποια χρονική στιγμή θα συμβεί ή έχει συμβεί κάποια πράξη/ δράση
- ↪ πότε ξεκινά η ταινία; πότε γεννήθηκες;
Εκφράσεις
- πότε πότε : πού και πού
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πότε < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- πότε - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πότε - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.