σουηδικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σουηδικά
      γενική των σουηδικών
    αιτιατική τα σουηδικά
     κλητική σουηδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουηδικά < σουηδικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου

Ουσιαστικό

σουηδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Επίρρημα

σουηδικά

  • χρησιμοποιώντας τη σουηδική γλώσσα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σουηδικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.