αντίχρονου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντίχρονου < του αντι- (του) χρόνου, όπως (αντι)πρόπερσι, (αντι)μεθαύριο, (αντι)προχτές με μετακίνηση του τόνου όπως στα σύνθετα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈdi.xɾo.nu/
Επίρρημα
αντίχρονου & αντιχρόνου (χρονικό επίρρημα)
- (προφορικό, οικείο) σε δύο χρόνια, το μεθεπόμενο έτος
- ↪ Δεν θα με πληρώσει ούτε του χρόνου, ούτε του αντίχρονου.
| αντιπροπέρυσι, αντιπροπέρσι, αντιπρόπερσι, παραπρόπερσι | προπέρυσι, προπέρσι, πρόπερσι | πέρυσι, πέρσι | φέτος, εφέτος | του χρόνου | αντίχρονου, αντιχρόνου, παραχρόνου, παράχρονου | σε τρία χρόνια |
Πηγές
- αντίχρονου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντίχρονου - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
- αντίχρονου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.