πολυχρονία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πολυχρονίᾱ | αἱ | πολυχρονίαι |
| γενική | τῆς | πολυχρονίᾱς | τῶν | πολυχρονιῶν |
| δοτική | τῇ | πολυχρονίᾳ | ταῖς | πολυχρονίαις |
| αιτιατική | τὴν | πολυχρονίᾱν | τὰς | πολυχρονίᾱς |
| κλητική ὦ! | πολυχρονίᾱ | πολυχρονίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυχρονίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυχρονίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολυχρονία θηλυκό
- πολυκαιρία, μακρύς χρόνος
- τὰ πρόβατα ἐν Μαγνησίᾳ καὶ Λιβύῃ τίκτει δίς. τὸ δ' αἴτιον ἡ πολυχρονία τοῦ τόκου
- (Αριστοτέλης, Προβλήματα 10)
- τὰ πρόβατα ἐν Μαγνησίᾳ καὶ Λιβύῃ τίκτει δίς. τὸ δ' αἴτιον ἡ πολυχρονία τοῦ τόκου
Συγγενικά
Νέα ελληνικά → δείτε τις λέξεις πολύχρονος, πολυχρόνιο και πολυχρονίζω
Αναφορές
- πολυχρονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.