χρονιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρονιάρικος | η | χρονιάρικη | το | χρονιάρικο |
| γενική | του | χρονιάρικου | της | χρονιάρικης | του | χρονιάρικου |
| αιτιατική | τον | χρονιάρικο | τη | χρονιάρικη | το | χρονιάρικο |
| κλητική | χρονιάρικε | χρονιάρικη | χρονιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρονιάρικοι | οι | χρονιάρικες | τα | χρονιάρικα |
| γενική | των | χρονιάρικων | των | χρονιάρικων | των | χρονιάρικων |
| αιτιατική | τους | χρονιάρικους | τις | χρονιάρικες | τα | χρονιάρικα |
| κλητική | χρονιάρικοι | χρονιάρικες | χρονιάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρονιάρικος < χρονιάρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.