χρονογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονογραφία οι χρονογραφίες
      γενική της χρονογραφίας των χρονογραφιών
    αιτιατική τη χρονογραφία τις χρονογραφίες
     κλητική χρονογραφία χρονογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονογραφία < ελληνιστική κοινή χρονογραφία[1] < χρονογράφος < αρχαία ελληνική χρόνος + γράφω

Ουσιαστικό

χρονογραφία θηλυκό

  1. (ιστορία, φιλολογία) αφήγηση σε λαϊκή γλώσσα και με χρονολογική σειρά γεγονότων της παγκόσμιας ιστορίας χωρίς κριτική προσέγγιση και έλεγχο των πηγών
  2. συγγραφή χρονογραφημάτων
  3. (παρωχημένο) χρονομέτρηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.