συλλαβή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συλλαβή οι συλλαβές
      γενική της συλλαβής των συλλαβών
    αιτιατική τη συλλαβή τις συλλαβές
     κλητική συλλαβή συλλαβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συλλαβή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συλλαβή. Συγχρονικά αναλύεται σε (συν-) συλ- < αρχαία ελληνική λαβή < λαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.laˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλλαβή

Ουσιαστικό

συλλαβή θηλυκό

  • (γλωσσολογία, γραμματική) το τμήμα της λέξης που τα στοιχεία του προφέρονται μαζί και ακούγονται σαν ένας φθόγγος. Στην ελληνική γλώσσα η συλλαβή αποτελείται τουλάχιστον από ένα φωνήεν ή μια δίφθογγο, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με ένα ή περισσότερα σύμφωνα. Μια λέξη έχει τουλάχιστον μια συλλαβή
    η λέξη "αδρανής" έχει τρεις συλλαβές: α-δρα-νης

Συγγενικά

Όροι φωνολογίας σχετικοί με τη συλλαβή:

Όροι γραμματικής σχετικοί με τη συλλαβή:

Όροι μετρικής σχετικοί με τη συλλαβή:

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συλλαβή αἱ συλλαβαί
      γενική τῆς συλλαβῆς τῶν συλλαβῶν
      δοτική τῇ συλλαβ ταῖς συλλαβαῖς
    αιτιατική τὴν συλλαβήν τὰς συλλαβᾱ́ς
     κλητική ! συλλαβή συλλαβαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συλλαβᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συλλαβαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συλλαβή < (συν-) συλ- + λαβή (συλλαμβάνω) < σύν + θέμα λαβ- από το ρήμα λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sleh₂gʷ-

Ουσιαστικό

συλλᾰβή θηλυκό συλλᾰβή

  1. σύλληψη, εγκυμοσύνη
  2. ζώνη, δεσμός
  3. (αθλητισμός, πάλη) λαβή
  4. (γραμματική) συλλαβή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.