-χρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -χρονος | η | -χρονη | το | -χρονο |
| γενική | του | -χρονου | της | -χρονης | του | -χρονου |
| αιτιατική | τον | -χρονο | τη(ν) | -χρονη | το | -χρονο |
| κλητική | -χρονε | -χρονη | -χρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -χρονοι | οι | -χρονες | τα | -χρονα |
| γενική | των | -χρονων | των | -χρονων | των | -χρονων |
| αιτιατική | τους | -χρονους | τις | -χρονες | τα | -χρονα |
| κλητική | -χρονοι | -χρονες | -χρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -χρονος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -χρονος < χρόνος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -χρο‐νος
Επίθημα
-χρονος, -η, -ο
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χρονος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-χρονος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -χρονος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.