-χρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -χρονος η -χρονη το -χρονο
      γενική του -χρονου της -χρονης του -χρονου
    αιτιατική τον -χρονο τη(ν) -χρονη το -χρονο
     κλητική -χρονε -χρονη -χρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -χρονοι οι -χρονες τα -χρονα
      γενική των -χρονων των -χρονων των -χρονων
    αιτιατική τους -χρονους τις -χρονες τα -χρονα
     κλητική -χρονοι -χρονες -χρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-χρονος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -χρονος < χρόνος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -χρονος

Επίθημα

-χρονος, -η, -ο

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χρονος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -χρονος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.