час

Βουλγαρικά (bg)

Ουσιαστικό

час (bg) αρσενικό

  1. η ώρα
    колко е часът? - τί ώρα είναι;



Ουκρανικά (uk)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

час (uk) αρσενικό

  1. ο χρόνος
    • ως θεμελιώδης έννοια ροής γεγονότων
    • (γραμματική) ως ρηματικός τύπος
    • ως αόριστο διάστημα, ο καιρός



Ρωσικά (ru)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

час (ru) αρσενικό

Συγγενικά

  • часовой
  • часовщик
  • часы
  • часом
  • стоять на часах
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.