ενεστώτας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενεστώτας | οι | ενεστώτες |
| γενική | του | ενεστώτα | των | ενεστώτων |
| αιτιατική | τον | ενεστώτα | τους | ενεστώτες |
| κλητική | ενεστώτα | ενεστώτες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενεστώτας < αρχαία ελληνική ἐνεστώς,αρσενικό της μετ. παθ. ενεστ. του ρήματος ενίσταμαι ως ουσ.
Ουσιαστικό
ενεστώτας αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι
- ιστορικός ενεστώτας: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το παρελθόν, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα
Μεταφράσεις
ενεστώτας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.