χωροχρονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωροχρονικός η χωροχρονική το χωροχρονικό
      γενική του χωροχρονικού της χωροχρονικής του χωροχρονικού
    αιτιατική τον χωροχρονικό τη χωροχρονική το χωροχρονικό
     κλητική χωροχρονικέ χωροχρονική χωροχρονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωροχρονικοί οι χωροχρονικές τα χωροχρονικά
      γενική των χωροχρονικών των χωροχρονικών των χωροχρονικών
    αιτιατική τους χωροχρονικούς τις χωροχρονικές τα χωροχρονικά
     κλητική χωροχρονικοί χωροχρονικές χωροχρονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χωροχρονικός < χωρόχρον(ος) + -ικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xo.ɾo.xɾo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χωροχρονικός

Επίθετο

χωροχρονικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • χωροχρονικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.