αχρονολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχρονολόγητος | η | αχρονολόγητη | το | αχρονολόγητο |
| γενική | του | αχρονολόγητου | της | αχρονολόγητης | του | αχρονολόγητου |
| αιτιατική | τον | αχρονολόγητο | την | αχρονολόγητη | το | αχρονολόγητο |
| κλητική | αχρονολόγητε | αχρονολόγητη | αχρονολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχρονολόγητοι | οι | αχρονολόγητες | τα | αχρονολόγητα |
| γενική | των | αχρονολόγητων | των | αχρονολόγητων | των | αχρονολόγητων |
| αιτιατική | τους | αχρονολόγητους | τις | αχρονολόγητες | τα | αχρονολόγητα |
| κλητική | αχρονολόγητοι | αχρονολόγητες | αχρονολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχρονολόγητος < α- + χρονολογώ + -τος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική undatiert
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.