čas

Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

čas (sk) αρσενικό

  1. ο χρόνος
    • η θεμελιώδης έννοια που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος
    • το χρονικό διάστημα
    • (γραμματική) ο ρηματικός τύπος που δείχνει αν έγινε, γίνεται ή θα γίνει αυτό που σημαίνει το ρήμα



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

čas (cs) αρσενικό

  1. ο χρόνος
    • η θεμελιώδης έννοια που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος
    • το χρονικό διάστημα
    • (γραμματική) ο ρηματικός τύπος που δείχνει αν έγινε, γίνεται ή θα γίνει αυτό που σημαίνει το ρήμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.