διαίρεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαίρεση οι διαιρέσεις
      γενική της διαίρεσης* των διαιρέσεων
    αιτιατική τη διαίρεση τις διαιρέσεις
     κλητική διαίρεση διαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαίρεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαίρε(σις) + -ση [1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈe.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαίρεση

Ουσιαστικό

διαίρεση θηλυκό

  1. ο χωρισμός σε κομμάτια, τμήματα
    η λύση θα δοθεί με τη διαίρεση του δωματίου σε τρεις ξεχωριστούς χώρους
  2. (αριθμητική) μία από τις τέσσερις βασικές πράξεις στην αριθμητική
    ο διαιρέτης διαιρεί ακριβώς τον διαιρετέο όταν το υπόλοιπο της διαίρεσης είναι μηδέν
    σύμβολο: ÷
     αντώνυμα: πολλαπλασιασμός

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.