αναχρονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναχρονισμός οι αναχρονισμοί
      γενική του αναχρονισμού των αναχρονισμών
    αιτιατική τον αναχρονισμό τους αναχρονισμούς
     κλητική αναχρονισμέ αναχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναχρονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anachronisme[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.xɾo.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναχρονισμός

Ουσιαστικό

αναχρονισμός αρσενικό

  1. (λογοτεχνικό) η μεταφορά ενός πολιτισμικού στοιχείου που χαρακτηρίζει μια ιστορική περίοδο σε αφήγηση που αναφέρεται σε μιαν άλλη εποχή
    η αναφορά στο σίδηρο σε διάφορα σημεία της Ιλιάδας αποτελεί έναν αναχρονισμό, εφόσον ο σίδηρος ήταν γνωστός στην εποχή που συντέθηκε το έπος, όχι όμως και στη μυκηναϊκή εποχή, στην οποία αναφέρεται
  2. η διατήρηση ή επαναφορά στη χρήση ενός στοιχείου που θεωρείται πια ξεπερασμένο
    η θανατική ποινή για πολλούς αποτελεί έναν απαράδεκτο αναχρονισμό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.