ἀχρονοτριβής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀχρονοτριβής | τὸ | ἀχρονοτριβές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀχρονοτριβοῦς | τοῦ | ἀχρονοτριβοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀχρονοτριβεῖ | τῷ | ἀχρονοτριβεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀχρονοτριβῆ | τὸ | ἀχρονοτριβές | ||
| κλητική ὦ! | ἀχρονοτριβές | ἀχρονοτριβές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀχρονοτριβεῖς | τὰ | ἀχρονοτριβῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀχρονοτριβῶν | τῶν | ἀχρονοτριβῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀχρονοτριβέσῐ(ν) | τοῖς | ἀχρονοτριβέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀχρονοτριβεῖς | τὰ | ἀχρονοτριβῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀχρονοτριβεῖς | ἀχρονοτριβῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀχρονοτριβεῖ | τὼ | ἀχρονοτριβεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀχρονοτριβοῖν | τοῖν | ἀχρονοτριβοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀχρονοτριβής < ἀ- + χρονοτριβ(έω) + -ής
Πηγές
- ἀχρονοτριβής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.