χρονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρονισμός οι χρονισμοί
      γενική του χρονισμού των χρονισμών
    αιτιατική τον χρονισμό τους χρονισμούς
     κλητική χρονισμέ χρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χρονισμός αρσενικό

  1. η ρύθμιση ενός μηχανισμού ώστε κάποια λειτουργία του να συμβαίνει σε κατάλληλο χρόνο, σχετικό με άλλη λειτουργία της
  2. η επιλογή του χρόνου στο οποίο θα γίνει κάποια ενέργεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.