χρονιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρονιάτικος η χρονιάτικη το χρονιάτικο
      γενική του χρονιάτικου της χρονιάτικης του χρονιάτικου
    αιτιατική τον χρονιάτικο τη χρονιάτικη το χρονιάτικο
     κλητική χρονιάτικε χρονιάτικη χρονιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρονιάτικοι οι χρονιάτικες τα χρονιάτικα
      γενική των χρονιάτικων των χρονιάτικων των χρονιάτικων
    αιτιατική τους χρονιάτικους τις χρονιάτικες τα χρονιάτικα
     κλητική χρονιάτικοι χρονιάτικες χρονιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρονιάτικος < χρόνος

Επίθετο

χρονιάτικος, -η, -ο

  1. σχετικός με έναν χρόνο
  2. το χρονιάτικο: ο μισθός ενός χρόνου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.