κλεψύδρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλεψύδρα οι κλεψύδρες
      γενική της κλεψύδρας των κλεψυδρών
    αιτιατική την κλεψύδρα τις κλεψύδρες
     κλητική κλεψύδρα κλεψύδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κλεψύδρα
με άμμο
μίας ώρας.

Ετυμολογία

κλεψύδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλεψύδρα

Προφορά

ΔΦΑ : /kleˈpsi.ðɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλεψύδρα

Ουσιαστικό

κλεψύδρα θηλυκό

  1. όργανο μέτρησης του χρόνου με νερό. Αποτελείται από δύο δοχεία, το ένα πάνω από το άλλο, που συνδέονται με ένα πολύ στενό σωληνάκι. Το νερό χύνεται από το πάνω δοχείο στο κάτω, σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
  2. (κατ’ επέκταση) το ίδιο όργανο μέτρησης του χρόνου, αλλά με άμμο

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κλεψῠδρα-
ονομαστική κλεψύδρ αἱ κλεψύδραι
      γενική τῆς κλεψύδρᾱς τῶν κλεψυδρῶν
      δοτική τῇ κλεψύδρ ταῖς κλεψύδραις
    αιτιατική τὴν κλεψύδρᾱν τὰς κλεψύδρᾱς
     κλητική ! κλεψύδρ κλεψύδραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλεψύδρ
γεν-δοτ τοῖν  κλεψύδραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλεψύδρα < κλεψ- (< κλέπτω) + υδρ- (< ὕδωρ) +

Ουσιαστικό

κλεψύδρα θηλυκό

  • κλεψύδρα με άμμο για τη μέτρηση του χρόνου (όπως για τους λόγους σε δικαστήρια)
  • για την πηγή στην Αθήνα  δείτε Κλεψύδρα

Παράγωγα

  • κλεψύδριον (υποκοριστικό)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.