κλεψύδρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλεψύδρα | οι | κλεψύδρες |
| γενική | της | κλεψύδρας | των | κλεψυδρών |
| αιτιατική | την | κλεψύδρα | τις | κλεψύδρες |
| κλητική | κλεψύδρα | κλεψύδρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κλεψύδρα
με άμμο
μίας ώρας.
με άμμο
μίας ώρας.
Ετυμολογία
- κλεψύδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλεψύδρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kleˈpsi.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλε‐ψύ‐δρα
Ουσιαστικό
κλεψύδρα θηλυκό
- όργανο μέτρησης του χρόνου με νερό. Αποτελείται από δύο δοχεία, το ένα πάνω από το άλλο, που συνδέονται με ένα πολύ στενό σωληνάκι. Το νερό χύνεται από το πάνω δοχείο στο κάτω, σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
- (κατ’ επέκταση) το ίδιο όργανο μέτρησης του χρόνου, αλλά με άμμο
Μεταφράσεις
Πηγές
- κλεψύδρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κλεψύδρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κλεψῠδρα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | κλεψύδρᾱ | αἱ | κλεψύδραι | |
| γενική | τῆς | κλεψύδρᾱς | τῶν | κλεψυδρῶν | |
| δοτική | τῇ | κλεψύδρᾳ | ταῖς | κλεψύδραις | |
| αιτιατική | τὴν | κλεψύδρᾱν | τὰς | κλεψύδρᾱς | |
| κλητική ὦ! | κλεψύδρᾱ | κλεψύδραι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλεψύδρᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλεψύδραιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
κλεψύδρα θηλυκό
- κλεψύδρα με άμμο για τη μέτρηση του χρόνου (όπως για τους λόγους σε δικαστήρια)
- για την πηγή στην Αθήνα → δείτε Κλεψύδρα
Παράγωγα
- κλεψύδριον (υποκοριστικό)
Πηγές
- κλεψύδρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλεψύδρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.