ηλικία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηλικία | οι | ηλικίες |
| γενική | της | ηλικίας | των | ηλικιών |
| αιτιατική | την | ηλικία | τις | ηλικίες |
| κλητική | ηλικία | ηλικίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλικία < αρχαία ελληνική ἡλικία < ἧλιξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé[1] [2] [3] [4] (ἑός) + *h₂el- (μεγαλώνω, αναπτύσσομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.liˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐κί‐α
Ουσιαστικό
ηλικία θηλυκό
- ο χρόνος που διανύθηκε από τη γέννηση ενός ανθρώπου, ζώου ή άλλου ζωντανού οργανισμού, έως μια συγκεκριμένη στιγμή
- τι ηλικία έχετε;
- η ηλικία ενός δέντρου, μπορεί να υπολογισθεί από τα δακτυλίδια στην τομή του κορμού του
- ο χρόνος που διανύθηκε από τη δημιουργία ή την παρασκευή ενός πράγματος
- η ηλικία του σύμπαντος
- μια χρονική περίοδος (κατά προσέγγιση) στη ζωή ενός ανθρώπου
- παιδική ηλικία, νεαρή ηλικία, τρίτη ηλικία κ.λπ.
Συγγενικά
Σύνθετα
Εκφράσεις
- είναι πια σε ηλικία: σε κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι ένας νέος/νέα, αλλά και γενικά η ενηλικίωση
- είναι της ηλικίας : έκφραση γιατρών αλλά και ρεαλιστών ηλικιωμένων για τα προβλήματα υγείας τους (δηλαδή δεν είναι κάτι ανησυχητικό, οφείλεται στη γήρανση)
- έχουμε και κάποια ηλικία : συγκαταβατική έκφραση για όσους έχουν περάσει τη μέση ηλικία
- τρίτη ηλικία : οι άνω των 65 ετών έως και 80 σύμφωνα με ταξινομήσεις που προβλέπουν και για τρίτη και τέταρτη ηλικία ή "κλασικά" οι άνω των 65 γενικώς (όπου φτάσει ο καθείς), με την τρίτη ηλικια ως τελευταία διαίρεση της ζωής
Μεταφράσεις
ηλικία
|
- ἧλιξ - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ηλικία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, λήμμα: ἧλιξ
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας., λήμμα: ἧλιξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.