χωροχρόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωροχρόνος οι χωροχρόνοι
      γενική του χωροχρόνου των χωροχρόνων
    αιτιατική τον χωροχρόνο τους χωροχρόνους
     κλητική χωροχρόνε χωροχρόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωροχρόνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χωροχρόνος και χωρόχρονος αρσενικό

 δείτε τη λέξη  χωρόχρονος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.