παύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παύση | οι | παύσεις |
| γενική | της | παύσης* | των | παύσεων |
| αιτιατική | την | παύση | τις | παύσεις |
| κλητική | παύση | παύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpaf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παύ‐ση
Ουσιαστικό
παύση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.