παύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παύση οι παύσεις
      γενική της παύσης* των παύσεων
    αιτιατική την παύση τις παύσεις
     κλητική παύση παύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παύση < αρχαία ελληνική παῦσις < παύω
Μουσικές παύσεις.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpaf.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παύση

Ουσιαστικό

παύση θηλυκό

  1. η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας
  2. (ειδικότερα) η διακοπή της ομιλίας
  3. (μουσική) φθογγόσημο που δηλώνει ότι για ορισμένο χρόνο δεν ακούγεται καμία νότα
  4. (παρωχημένο) παύσεις: οι σχολικές διακοπές

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη παύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.