ημερομηνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημερομηνία οι ημερομηνίες
      γενική της ημερομηνίας των ημερομηνιών
    αιτιατική την ημερομηνία τις ημερομηνίες
     κλητική ημερομηνία ημερομηνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημερομηνία < ημερο- + μήν(ας) + -ία, κατά την αρχαία ελληνική νουμηνία (νέα σελήνη, πρώτη μέρα του σεληνιακού μήνα)[1] Δείτε και μερομήνια / ημερο- + -μηνία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.me.ɾo.miˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ημερομηνία

Ουσιαστικό

ημερομηνία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.