ημερομηνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημερομηνία | οι | ημερομηνίες |
| γενική | της | ημερομηνίας | των | ημερομηνιών |
| αιτιατική | την | ημερομηνία | τις | ημερομηνίες |
| κλητική | ημερομηνία | ημερομηνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.me.ɾo.miˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐με‐ρο‐μη‐νί‐α
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ημερομηνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.