διάρκεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάρκεια οι διάρκειες
      γενική της διάρκειας
& διαρκείας
των διαρκειών
    αιτιατική τη διάρκεια τις διάρκειες
     κλητική διάρκεια διάρκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάρκεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάρκεια < αρχαία ελληνική διαρκής & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική durée [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði̯aɾ.ci.a/ & /ˈðʝaɾ.ci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάρκεια

Ουσιαστικό

διάρκεια θηλυκό

  1. η χρονική συνέχεια κατά την οποία συντελείται κάτι
    Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχα πολύ άγχος.
  2. η έκταση ενός συνεχούς χρονικού διαστήματος
    Η ταινία έχει διάρκεια 93 λεπτά.
  3.  δείτε τη λέξη  διαρκείας (γενική): που έχει πολλή διάρκεια και δεν έχει ισχύ μόνο για μια φορά
    εισιτήριο διαρκείας
  4. (γραμματική) για τους χρόνους του ρήματος που δηλώνουν συνέχεια
     και δείτε  εξακολουθητικός χρόνος
  5. (μουσική, για νότα ή παύση) αξία
     και δείτε τον όρο σύζευξη διαρκείας

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.