διδακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διδακτικός | η | διδακτική | το | διδακτικό |
| γενική | του | διδακτικού | της | διδακτικής | του | διδακτικού |
| αιτιατική | τον | διδακτικό | τη | διδακτική | το | διδακτικό |
| κλητική | διδακτικέ | διδακτική | διδακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διδακτικοί | οι | διδακτικές | τα | διδακτικά |
| γενική | των | διδακτικών | των | διδακτικών | των | διδακτικών |
| αιτιατική | τους | διδακτικούς | τις | διδακτικές | τα | διδακτικά |
| κλητική | διδακτικοί | διδακτικές | διδακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διδακτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διδακτικός (ικανός να διδάσκει) < διδάσκω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enseignant [1]
- που περιέχει «δίδαγμα» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική didactique < ελληνιστική κοινή διδακτικός ή από τη γερμανική Lehrdichtung
προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ða.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐δα‐κτι‐κός
Επίθετο
διδακτικός
- που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στη διδασκαλία
- ↪ διδακτικό βιβλίο
- που περιέχει ένα δίδαγμα
- ↪ ένα πολύ διδακτικό πάθημα
Παράγωγα
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη διδάσκω
Μεταφράσεις
διδακτικός
Αναφορές
- διδακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διδακτικός | ἡ | διδακτική | τὸ | διδακτικόν |
| γενική | τοῦ | διδακτικοῦ | τῆς | διδακτικῆς | τοῦ | διδακτικοῦ |
| δοτική | τῷ | διδακτικῷ | τῇ | διδακτικῇ | τῷ | διδακτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | διδακτικόν | τὴν | διδακτικήν | τὸ | διδακτικόν |
| κλητική ὦ! | διδακτικέ | διδακτική | διδακτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | διδακτικοί | αἱ | διδακτικαί | τὰ | διδακτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | διδακτικῶν | τῶν | διδακτικῶν | τῶν | διδακτικῶν |
| δοτική | τοῖς | διδακτικοῖς | ταῖς | διδακτικαῖς | τοῖς | διδακτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | διδακτικούς | τὰς | διδακτικᾱ́ς | τὰ | διδακτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | διδακτικοί | διδακτικαί | διδακτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διδακτικώ | τὼ | διδακτικᾱ́ | τὼ | διδακτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | διδακτικοῖν | τοῖν | διδακτικαῖν | τοῖν | διδακτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- διδακτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διδακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.