διαχρονικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαχρονικότητα οι διαχρονικότητες
      γενική της διαχρονικότητας των διαχρονικοτήτων
    αιτιατική τη διαχρονικότητα τις διαχρονικότητες
     κλητική διαχρονικότητα διαχρονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαχρονικότητα < διαχρονικός + -ότητα

Ουσιαστικό

διαχρονικότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.