σημειογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σημειογραφία | οι | σημειογραφίες |
| γενική | της | σημειογραφίας | των | σημειογραφιών |
| αιτιατική | τη | σημειογραφία | τις | σημειογραφίες |
| κλητική | σημειογραφία | σημειογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σημειογραφία (μαρτυρείται από το 1884) [1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σημειογραφία θηλυκό
- σύμβολα-χαρακτήρες ενός φορμαλισμού-μηχανισμού - ενός γνωστικού πεδίου (λεκτική, μαθηματική, κβαντική μηχανική, μουσική, ντραμιστική σημειογραφία)
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- σελ. 901, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- σημειογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σημειογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.