γαλλικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | γαλλικά | ||
| γενική | των | γαλλικών | ||
| αιτιατική | τα | γαλλικά | ||
| κλητική | γαλλικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλλικά <
- γλώσσα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαλλικός στον πληθυντικό < Γαλλία
- οικείο: αντιφατικά, με σκωπτική διάθεση, επειδή θεωρούσαν τα γαλλικά γλώσσα «των σαλονιών»
Ουσιαστικό
γαλλικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η γαλλική γλώσσα, η γλώσσα που μιλούν στη Γαλλία και στις πρώην αποικίες της
- (μεταφορικά, οικείο) οι βρισιές, οι χυδαίες εκφράσεις
- ↪ φταίω εγώ τώρα να τον αρχίσω στα γαλλικά;
- ※ Άρχισε ο γέρος τα γαλλικά, σκρόφα, παλιοπουτάνα, διαολοδοσμένη (Λευτέρης Κρητικός, Το νήμα της μέλισσας, εκδ. Σαΐτα, 2012, σελ. 69 )
- μέση γαλλική γλώσσα
- παλαιά γαλλικά
Μεταφράσεις
γαλλικά
|
Επίρρημα
γαλλικά
- στη γαλλική γλώσσα
- ↪ Μη μου μιλάς γαλλικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα!
- έτσι όπως κάνουν οι Γάλλοι
- ↪ το έστριψε αλά γαλλικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γαλλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γαλλικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.