πους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πους - πόδας | οι | πόδες |
| γενική | του | ποδός - πόδα | των | ποδών |
| αιτιατική | τον | πόδα | τους | πόδες |
| κλητική | πους - πόδα | πόδες | ||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πούς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpus/
Ουσιαστικό
πους αρσενικό
Εκφράσεις
- αβρόχοις ποσί
- επί ποδός
- (ακολουθώ) κατά πόδας
- παρά πόδα
Μεταφράσεις
πους
|
→ δείτε τη λέξη πόδι |
Πηγές
- πους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.