χρονικογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | χρονικογράφος | οι | χρονικογράφοι |
| γενική | του/της | χρονικογράφου | των | χρονικογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | χρονικογράφο | τους/τις | χρονικογράφους |
| κλητική | χρονικογράφε | χρονικογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χρονικογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.