ετεροχρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ετεροχρονίζω (παθητική φωνή: ετεροχρονίζομαι)
- (λόγιο) αναβάλλω για ευθετότερο χρόνο την εκτέλεση μιας ενέργειας η ενός έργου
Συγγενικά
- ετεροχρονισμένος
- ετεροχρονισμός
- → δείτε τις λέξεις έτερος και χρόνος
- ετερόχρονος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ετεροχρονίζω | ετεροχρόνιζα | θα ετεροχρονίζω | να ετεροχρονίζω | ετεροχρονίζοντας | |
| β' ενικ. | ετεροχρονίζεις | ετεροχρόνιζες | θα ετεροχρονίζεις | να ετεροχρονίζεις | ετεροχρόνιζε | |
| γ' ενικ. | ετεροχρονίζει | ετεροχρόνιζε | θα ετεροχρονίζει | να ετεροχρονίζει | ||
| α' πληθ. | ετεροχρονίζουμε | ετεροχρονίζαμε | θα ετεροχρονίζουμε | να ετεροχρονίζουμε | ||
| β' πληθ. | ετεροχρονίζετε | ετεροχρονίζατε | θα ετεροχρονίζετε | να ετεροχρονίζετε | ετεροχρονίζετε | |
| γ' πληθ. | ετεροχρονίζουν(ε) | ετεροχρόνιζαν ετεροχρονίζαν(ε) |
θα ετεροχρονίζουν(ε) | να ετεροχρονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ετεροχρόνισα | θα ετεροχρονίσω | να ετεροχρονίσω | ετεροχρονίσει | ||
| β' ενικ. | ετεροχρόνισες | θα ετεροχρονίσεις | να ετεροχρονίσεις | ετεροχρόνισε | ||
| γ' ενικ. | ετεροχρόνισε | θα ετεροχρονίσει | να ετεροχρονίσει | |||
| α' πληθ. | ετεροχρονίσαμε | θα ετεροχρονίσουμε | να ετεροχρονίσουμε | |||
| β' πληθ. | ετεροχρονίσατε | θα ετεροχρονίσετε | να ετεροχρονίσετε | ετεροχρονίστε | ||
| γ' πληθ. | ετεροχρόνισαν ετεροχρονίσαν(ε) |
θα ετεροχρονίσουν(ε) | να ετεροχρονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ετεροχρονίσει | είχα ετεροχρονίσει | θα έχω ετεροχρονίσει | να έχω ετεροχρονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ετεροχρονίσει | είχες ετεροχρονίσει | θα έχεις ετεροχρονίσει | να έχεις ετεροχρονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ετεροχρονίσει | είχε ετεροχρονίσει | θα έχει ετεροχρονίσει | να έχει ετεροχρονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ετεροχρονίσει | είχαμε ετεροχρονίσει | θα έχουμε ετεροχρονίσει | να έχουμε ετεροχρονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ετεροχρονίσει | είχατε ετεροχρονίσει | θα έχετε ετεροχρονίσει | να έχετε ετεροχρονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ετεροχρονίσει | είχαν ετεροχρονίσει | θα έχουν ετεροχρονίσει | να έχουν ετεροχρονίσει |
| |
Μεταφράσεις
ετεροχρονίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.