άχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άχρονος | η | άχρονη | το | άχρονο |
| γενική | του | άχρονου | της | άχρονης | του | άχρονου |
| αιτιατική | τον | άχρονο | την | άχρονη | το | άχρονο |
| κλητική | άχρονε | άχρονη | άχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άχρονοι | οι | άχρονες | τα | άχρονα |
| γενική | των | άχρονων | των | άχρονων | των | άχρονων |
| αιτιατική | τους | άχρονους | τις | άχρονες | τα | άχρονα |
| κλητική | άχρονοι | άχρονες | άχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
άχρονος
- αιώνιος, μεγάλης διάρκειας/ηλικίας
- πολύ παλιός
- αθάνατος, αγέραστος, άφθαρτος
- που αποτελεί σταθερή αξία, ιδανικό
- απροσδιόριστης ηλικίας, συνήθως για κάποιον/κάτι παλιό που μικροδείχνει ή παραμένει αναλλοίωτος,-ο στο χρόνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.