μεταχρονολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταχρονολογώ < μετα- + χρονολογώ ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική postdate ή τη γαλλική postdater)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.xɾo.no.loˈɣo/
Ρήμα
μεταχρονολογώ, αόρ.: μεταχρονολόγησα, παθ.φωνή: μεταχρονολογούμαι, π.αόρ.: μεταχρονολογήθηκα, μτχ.π.π.: μεταχρονολογημένος
- αναγράφω χρονολογία μεταγενέστερη από την πραγματική
Αντώνυμα
Συγγενικά
- μεταχρονολόγηση
- → δείτε τη λέξη χρονολογώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταχρονολογώ | μεταχρονολογούσα | θα μεταχρονολογώ | να μεταχρονολογώ | μεταχρονολογώντας | |
| β' ενικ. | μεταχρονολογείς | μεταχρονολογούσες | θα μεταχρονολογείς | να μεταχρονολογείς | (μεταχρονολόγει) | |
| γ' ενικ. | μεταχρονολογεί | μεταχρονολογούσε | θα μεταχρονολογεί | να μεταχρονολογεί | ||
| α' πληθ. | μεταχρονολογούμε | μεταχρονολογούσαμε | θα μεταχρονολογούμε | να μεταχρονολογούμε | ||
| β' πληθ. | μεταχρονολογείτε | μεταχρονολογούσατε | θα μεταχρονολογείτε | να μεταχρονολογείτε | μεταχρονολογείτε | |
| γ' πληθ. | μεταχρονολογούν(ε) | μεταχρονολογούσαν(ε) | θα μεταχρονολογούν(ε) | να μεταχρονολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταχρονολόγησα | θα μεταχρονολογήσω | να μεταχρονολογήσω | μεταχρονολογήσει | ||
| β' ενικ. | μεταχρονολόγησες | θα μεταχρονολογήσεις | να μεταχρονολογήσεις | μεταχρονολόγησε | ||
| γ' ενικ. | μεταχρονολόγησε | θα μεταχρονολογήσει | να μεταχρονολογήσει | |||
| α' πληθ. | μεταχρονολογήσαμε | θα μεταχρονολογήσουμε | να μεταχρονολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταχρονολογήσατε | θα μεταχρονολογήσετε | να μεταχρονολογήσετε | μεταχρονολογήστε | ||
| γ' πληθ. | μεταχρονολόγησαν μεταχρονολογήσαν(ε) |
θα μεταχρονολογήσουν(ε) | να μεταχρονολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταχρονολογήσει | είχα μεταχρονολογήσει | θα έχω μεταχρονολογήσει | να έχω μεταχρονολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταχρονολογήσει | είχες μεταχρονολογήσει | θα έχεις μεταχρονολογήσει | να έχεις μεταχρονολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταχρονολογήσει | είχε μεταχρονολογήσει | θα έχει μεταχρονολογήσει | να έχει μεταχρονολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταχρονολογήσει | είχαμε μεταχρονολογήσει | θα έχουμε μεταχρονολογήσει | να έχουμε μεταχρονολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταχρονολογήσει | είχατε μεταχρονολογήσει | θα έχετε μεταχρονολογήσει | να έχετε μεταχρονολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταχρονολογήσει | είχαν μεταχρονολογήσει | θα έχουν μεταχρονολογήσει | να έχουν μεταχρονολογήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταχρονολογούμαι | μεταχρονολογούμουν | θα μεταχρονολογούμαι | να μεταχρονολογούμαι | ||
| β' ενικ. | μεταχρονολογείσαι | μεταχρονολογούσουν | θα μεταχρονολογείσαι | να μεταχρονολογείσαι | ||
| γ' ενικ. | μεταχρονολογείται | μεταχρονολογούνταν | θα μεταχρονολογείται | να μεταχρονολογείται | ||
| α' πληθ. | μεταχρονολογούμαστε | μεταχρονολογούμασταν μεταχρονολογούμαστε |
θα μεταχρονολογούμαστε | να μεταχρονολογούμαστε | ||
| β' πληθ. | μεταχρονολογείστε | μεταχρονολογούσασταν μεταχρονολογούσαστε |
θα μεταχρονολογείστε | να μεταχρονολογείστε | μεταχρονολογείστε | |
| γ' πληθ. | μεταχρονολογούνται | μεταχρονολογούνταν | θα μεταχρονολογούνται | να μεταχρονολογούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταχρονολογήθηκα | θα μεταχρονολογηθώ | να μεταχρονολογηθώ | μεταχρονολογηθεί | ||
| β' ενικ. | μεταχρονολογήθηκες | θα μεταχρονολογηθείς | να μεταχρονολογηθείς | μεταχρονολογήσου | ||
| γ' ενικ. | μεταχρονολογήθηκε | θα μεταχρονολογηθεί | να μεταχρονολογηθεί | |||
| α' πληθ. | μεταχρονολογηθήκαμε | θα μεταχρονολογηθούμε | να μεταχρονολογηθούμε | |||
| β' πληθ. | μεταχρονολογηθήκατε | θα μεταχρονολογηθείτε | να μεταχρονολογηθείτε | μεταχρονολογηθείτε | ||
| γ' πληθ. | μεταχρονολογήθηκαν μεταχρονολογηθήκαν(ε) |
θα μεταχρονολογηθούν(ε) | να μεταχρονολογηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μεταχρονολογηθεί | είχα μεταχρονολογηθεί | θα έχω μεταχρονολογηθεί | να έχω μεταχρονολογηθεί | μεταχρονολογημένος | |
| β' ενικ. | έχεις μεταχρονολογηθεί | είχες μεταχρονολογηθεί | θα έχεις μεταχρονολογηθεί | να έχεις μεταχρονολογηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταχρονολογηθεί | είχε μεταχρονολογηθεί | θα έχει μεταχρονολογηθεί | να έχει μεταχρονολογηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταχρονολογηθεί | είχαμε μεταχρονολογηθεί | θα έχουμε μεταχρονολογηθεί | να έχουμε μεταχρονολογηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταχρονολογηθεί | είχατε μεταχρονολογηθεί | θα έχετε μεταχρονολογηθεί | να έχετε μεταχρονολογηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταχρονολογηθεί | είχαν μεταχρονολογηθεί | θα έχουν μεταχρονολογηθεί | να έχουν μεταχρονολογηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.