ημίχρονο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ημίχρονο | τα | ημίχρονα |
| γενική | του | ημιχρόνου & ημίχρονου |
των | ημιχρόνων |
| αιτιατική | το | ημίχρονο | τα | ημίχρονα |
| κλητική | ημίχρονο | ημίχρονα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημίχρονο < ημι- + χρόνος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική half-time
Ουσιαστικό
ημίχρονο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.