συλλαβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συλλαβισμός οι συλλαβισμοί
      γενική του συλλαβισμού των συλλαβισμών
    αιτιατική τον συλλαβισμό τους συλλαβισμούς
     κλητική συλλαβισμέ συλλαβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συλλαβισμός < (συλλαβίζω) συλλαβισ- + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική syllabation[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /si.la.viˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλλαβισμός

Ουσιαστικό

συλλαβισμός αρσενικό

  1. (γραμματική) η διαίρεση μιας λέξης σε συλλαβές στη γραπτή της μορφή ή η εκφώνησή τους
    ο συλλαβισμός της λέξης «κατάσταση» παριστάνεται με τις συλλαβές χωρισμένες από ενωτικά: «κα-τά-στα-ση»
     δείτε και τη λέξη συλλαβοποίηση (για τη συλλαβική ανάλυση της προφοράς)
  2. η συλλαβιστική ικανότητα
    Ο νεαρός μαθητής κατείχε άψογα τον συλλαβισμό.
  3. (συνεκδοχικά) η ανάγνωση με δυσκολία που δείχνει πως αυτός που διαβάζει δυσκολεύεται να διαβάσει και προσπαθεί να συλλαβίσει τις λέξεις

  • συλλάβισμα

Παράγωγα

είδη συλλαβισμού:

  • φωνολογικός συλλαβισμός
  • μορφολογικός συλλαβισμός
  • γραφηματικός συλλαβισμός

Συγγενικά

  • Για τους κανόνες του συλλαβισμού, νέους και παλαιότερους δείτε Παράρτημα:Γραμματική#Συλλαβισμός.
  • Για τις συλλαβές στην προφορική εκφώνηση, που δε συμπίπτει πάντα με τον συλλαβισμό της γραμματικής, δείτε συλλαβοποίηση.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.